βαρυκέφαλος

βαρυκέφαλος
βᾰρῠ-κέφᾰλος, ον,
A large- or heavy-headed, of dogs, Arr.Cyn.4.4.
II metaph., top-heavy, Vitr.3.3.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαρυκέφαλος — και βαριοκέφαλος και βαροκέφαλος, η, ο (Α βαρυκέφαλος, ον) αυτός που έχει βαρύ, μεγάλο κεφάλι νεοελλ. 1. (για δέντρο ή τη σκιά του) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο 2. εκείνος που δύσκολα αντιλαμβάνεται κάτι, ο αργόστροφος 3. ο ισχυρογνώμονας, ο… …   Dictionary of Greek

  • βαρυκέφαλοι — βαρυκέφαλος large masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”